- ἀσκαμωνίᾳ
- ἀσκαμωνίᾱͅ , ἀσκαμωνίαfem dat sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀσκαμωνία — ἀσκαμωνίᾱ , ἀσκαμωνία fem nom/voc/acc dual ἀσκαμωνίᾱ , ἀσκαμωνία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ασκαμωνία — ἀσκαμωνία, η (Μ) το φυτό περιαλλόκαυλον η σκαμωνία (από τις ρίζες του παρασκευαζόταν καθαρτικό εκχύλισμα). [ΕΤΥΜΟΛ. < α (προθετικό) + σκαμωνία] … Dictionary of Greek
ἀσκαμωνίαν — ἀσκαμωνίᾱν , ἀσκαμωνία fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)